- αγαθοσύνη
- η (Α ἀγαθωσύνη) [ἀγαθός]καλοσύνη, χρηστότητανεοελλ.ευπτιστία, αφέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγαθοσύνη — η καλοσύνη που φτάνει την αφέλεια: Πολλοί εκμεταλλεύονταν αυτή την αγαθοσύνη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
благостыни — БЛАГОСТЫН|И (85), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Доброта, милосердие, благосклонность: молю ти сѩ. ˫ако да възвеличаю и азъ. съ моученикома. исусе христе мъногоую твою благостыню. Стих 1156 1163, 104; о колико бл҃гостын˫а твоѥ˫а г҃и ˫ако показалъ ѥси такъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγαθωσύνη — ἀγαθωσύνη, η (Α) [ἀγαθός] βλ. αγαθοσύνη … Dictionary of Greek
αθωότητα — η (Α ἀθῳότης) [ἀθῷος] το να είναι κανείς αθώος, ανεύθυνος, αναίτιος για κάτι νεοελλ. αφέλεια, ευπιστία, αγαθοσύνη … Dictionary of Greek